Οκτώ χρόνια μετά την άδοξη κατάληξη της ευνοϊκότερης περιόδου στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος, η Ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη αρχίσει να αναζητεί, τουλάχιστον στη σφαίρα του δημοσίου διαλόγου, τα προτάγματα και τις ιδέες που θα οδηγήσουν το Ελληνικό έθνος από την εκφυλιστική στασιμότητα της παρούσας κρίσης σε μια πορεία κριτικής αυτογνωσίας, αξιακού επαναπροσδιορισμού και κοινωνικής και οικονομικής ανασύνταξης, η οποία θα επιτρέψει στους Έλληνες να αντιμετωπίσουν με αξιώσεις τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Είναι ζωτική ανάγκη να αναστοχαστούμε με δημιουργικότητα και τόλμη για το μέλλον της Ελλάδας και του λαού της. Το διακύβευμα πρέπει να είναι σαφές: στο άμεσο μέλλον, χώρες και κοινωνίες θα διακρίνονται σε εκείνες που συστηματικά ενθαρρύνουν και ενεργοποιούν τη δημιουργικότητα, την επινοητικότητα και την επιχειρηματικότητα των νέων ανθρώπων τους και εκείνες οι οποίες τις καταπνίγουν. Οι χώρες της πρώτης κατηγορίας θα αντιμετωπίσουν με αξιώσεις τις ανάγκες και τις προκλήσεις της νέας εποχής, αξιοποιώντας επινοήσεις και γνώσεις, διανοίγοντας καινούριους τομείς οικονομικής δράσης, δημιουργώντας θέσεις εργασίας υψηλής δημιουργικότητας και προστιθέμενης αξίας, προσελκύοντας επενδύσεις και ανθρώπινο δυναμικό. Οι κοινωνίες της δεύτερης κατηγορίας θα διολισθαίνουν πνευματικά και οικονομικά, αδυνατώντας να ανταγωνισθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και να προσφέρουν ευκαιρίες και διεξόδους στα μέλη τους· μια πρόγευση για τη φύση και τις συνέπειες μιας τέτοιας διολίσθησης βιώνει η σημερινή Ελλάδα της κρίσης.
Το διακύβευμα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό και δεν απορρέει από την τρέχουσα οικονομική κρίση. Ακόμα και οικονομικές και τεχνολογικές υπερδυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζουν την επείγουσα ανάγκη αναστοχασμού για τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής τους στρατηγικής σε θέματα εκπαίδευσης, επιστημονικής έρευνας και καινοτομίας με στόχο τη «διασφάλιση της μελλοντικής ανταγωνιστικότητας, του καινοτομικού δυναμικού, της οικονομικής ζωτικότητας και της δημιουργίας υψηλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας» [βλ. “Rising above the Gathering Storm”, US National Academies, 2007 και 2010· M. Barber, K. Donnelly, S. Rizvi, “An Avalanche is Coming. Higher Education and the Revolution Ahead”, Institute for Public Policy Research, UK, 3/2013]. Ενώ όμως οι προκλήσεις, τα προβλήματα και οι ελλείψεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι ασφαλώς οξύτερα από άλλες προηγμένες χώρες, το χάσμα στον ελληνικό στρατηγικό σχεδιασμό είναι μεγάλο, παρότι θα έπρεπε να είχαμε προ πολλού υιοθετήσει την αποδιδόμενη στον Ράδερφορντ ρήση: «Κύριοι, τα λεφτά τελείωσαν. Είναι ώρα ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε»…
Οφείλουμε να θέσουμε στο επίκεντρο του εθνικού προβληματισμού το πότε και με ποιους τρόπους θα προετοιμάσουμε κατάλληλα τις νέες γενιές για να σχεδιάσουν ένα καλύτερο μέλλον για την Ελλάδα, να μετασχηματίσουν το σχέδιο σε έργα και να φέρουν τα έργα σε πέρας. Κομβικής σημασίας σε αυτή την προσπάθεια είναι ο ρόλος των Πανεπιστήμιων και πώς αυτά επαναπροσδιορίζουν τη λειτουργία τους και προετοιμάζουν τους νέους για τις προκλήσεις του 21ου αιώνα. Διαχρονικά, η αποστολή των Πανεπιστημίων, είναι τριπλή και αφορά: α) Στην παραγωγή νέας Γνώσης και στην ελεύθερη αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας μέσω της έρευνας και της επινόησης· β) Στην προώθηση της μάθησης και στη μεταφορά της επιστημονικής γνώσης και του πολιτισμού στις νέες γενεές διαμέσου της εκπαίδευσης, με στόχο την ηθική, επιστημονική, πολιτισμική και επαγγελματική διάπλαση των νέων σε ελεύθερες και συγκροτημένες προσωπικότητες, σε δημιουργικούς επιστήμονες και υπεύθυνους επαγγελματίες, σε ενήμερους και υπεύθυνους πολίτες της πατρίδας και της οικουμένης· γ) Στην αξιοποίηση της γνώσης για την επίλυση των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες, μέσα από πολιτικές μεταφοράς τεχνογνωσίας, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και νεοφυούς επιχειρηματικότητας.
Στον παρόντα χρόνο, Πανεπιστήμια σε Ασία, Αμερική και Ευρώπη διέρχονται μια περίοδο προβληματισμού για τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων τους και την προσαρμογή της λειτουργίας τους στις ανάγκες και τις πραγματικότητες της νέας Εποχής [βλ. The Economist, “The Whole World is Going to University”, 28/3/2015· N. Carr, “The Crisis in Higher Education”, MIT Technology Review, 27/9/2012· E. Westervelt, “A Nobel Laureate's Education Plea: Revolutionize Teaching”, National Public Radio, 14/4/2016· R. Levin, “Top of the Class: The Rise of Asia’s Universities”, Foreign Affairs, May/June 2010· “Institute-wide Task Force on the Future of MIT Education Final Report.” ΜΙΤ, 28/7/2014· Τ. Abate, “What does the great engineering school of the future look like?”, Stanford News, 8/1/2016· Princeton University, “Planning for Princeton’s Future”, 8/2016]
Ας δούμε ποιες είναι οι βασικές παράμετροι που επηρεάζουν τον επανασχεδιασμό των πανεπιστημιακών λειτουργιών. Πρώτη παράμετρος είναι η ραγδαία επιτάχυνση της παραγωγής νέων γνώσεων, η οποία γίνεται με εκθετικούς ρυθμούς [βλ. J. Attali, “L’ Avenir de travail”, Fayard, 2007]. Καθώς υφιστάμενες γνώσεις και τεχνικές υποκαθίστανται ταχύτατα από νεότερες, ένα μεγάλο ποσοστό των γνώσεων που αποκτούν οι φοιτητές σήμερα στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα θα έχει απαξιωθεί μόλις λίγα χρόνια μετά την αποφοίτηση τους [βλ. J. Attali, ό.π.]. Παράλληλα, οι παραγόμενες γνώσεις διαχέονται πλέον μέσω Διαδικτύου και ταξινομούνται σε μηχανές αναζήτησης και ανοικτές ψηφιακές βιβλιοθήκες. Συνεπώς, ο ρόλος του Πανεπιστημίου ως μηχανισμού μεταφοράς και αποθησαυρισμού της γνώσης, που βασίζεται στην από καθέδρας διδασκαλία, αμφισβητείται και κινδυνεύει να υποβαθμιστεί [βλ. G. Wood, “The Future of College?” The Atlantic, September 2014]. Προκύπτει λοιπόν επιτακτικότερη η ανάγκη εκπαίδευσης επιστημόνων με δεξιότητες αποτελεσματικής διαχείρισης του καταιγισμού νέων γνώσεων, με ικανότητες αξιολόγησης, αξιοποίησης και δημιουργικού συνδυασμού των παραγόμενων πληροφοριών και με δυνατότητα συνεχούς επιμόρφωσης και επανεκπαίδευσης. Τα Πανεπιστήμια θα έχουν αποτύχει στην αποστολή τους αν δεν διδάξουν τους μελλοντικούς επιστήμονες να επιλύουν προβλήματα που δεν έχουν ακόμη προκύψει, αξιοποιώντας γνώσεις και εργαλεία που δεν έχουν ακόμη εφευρεθεί. Για το λόγο αυτό, η εμπέδωση της ερευνητικής μεθόδου και της δυνατότητας σύνθεσης νέων ιδεών πρέπει να έχουν κεντρικό ρόλο στην εκπαιδευτική αποστολή των Πανεπιστημίων.
Δεύτερη παράμετρος είναι η διαφαινόμενη αναποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων: σύμφωνα με πρόσφατες δημοσιευμένες έρευνες, ένα ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό αποφοίτων παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις σε βασικές ακαδημαϊκές δεξιότητες όπως η κριτική σκέψη, η σύνθετη συλλογιστική, η ομαδική εργασία, η γραπτή επικοινωνία και η ικανότητα αξιοποίησης των γνώσεων που λαμβάνονται στη διάρκεια των σπουδών [βλ. R. Arum and J. Roksa, “Academically Adrift. Limited Learning on College Campuses”, University of Chicago Press, January 2011]. Οι μελέτες καταδεικνύουν ότι σημαντικό ποσοστό φοιτητών δεν επιτυγχάνουν ουσιαστική βελτίωση στις κρίσιμες αυτές δεξιότητες κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Οι αιτίες του φαινομένου αυτού μπορούν να εντοπισθούν στην έλλειψη ουσιαστικής σύμπλεξης των φοιτητών με το αντικείμενο των σπουδών τους, την ανεπαρκή αλληλεπίδραση φοιτητών με καθηγητές, την απουσία ουσιαστικών ευκαιριών για ενεργό μάθηση και ομαδική εργασία, την εργαλειακή αντιμετώπιση της μαθησιακής διαδικασίας από τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια, τα οποία προκρίνουν την ικανοποίηση ποσοτικών δεικτών έναντι ποιοτικών και απαιτητικών μαθησιακών στόχων, και τις επιφανειακές προσδοκίες των κοινωνιών από τα εκπαιδευτικά συστήματα, αφού αυτές δίνουν έμφαση στην τυπική πιστοποίηση προσόντων και την παραγωγή πτυχίων παρά στο πραγματικό αντίκρισμα αυτών. Τέλος, ένας καίριος καθοριστικός παράγοντας είναι οι διαφοροποιημένες γνωστικές δυνατότητες των νεότερων γενεών, μεγαλωμένων με άμεση και διαρκή πρόσβαση στο Διαδίκτυο και την κινητή τηλεφωνία. Το πρόβλημα καθίσταται οξύτερο από τις τεχνολογικές εξελίξεις στην Τεχνητή Νοημοσύνη, τη Ρομποτική και το Διαδίκτυο, οι οποίες επιφέρουν σημαντικές μετατοπίσεις στον επιμερισμό της εργασίας μεταξύ ανθρώπων και μηχανών [βλ. E. Brynjolfsson and A. McAfee, “The Second Machine Age: Work, Progress, and Prosperity in a Time of Brilliant Technologies”, 2014· C. Frey and M. Osborne, “The Future of Employment: How Susceptible are jobs to computerization”, Oxford University, 2013· Α. Smith and J. Anderson “AI, Robotics, and the Future of Jobs.” Pew Research Center, 6/8/2014]. Η υποκατάσταση θέσεων εργασίας από ευφυή συστήματα ρομποτικής και Τεχνητής Νοημοσύνης θεωρείται ότι θα δημιουργήσει ανάγκες για εργασίες διαφορετικής μορφής και οργάνωσης, για τις οποίες είναι αμφίβολο αν οι σημερινοί απόφοιτοι προετοιμάζονται κατάλληλα. Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η ανθρώπινη απασχόληση θα στραφεί σε εργασίες υψηλής δημιουργικότητας αλλά και σε τεχνικές εργασίες μεγάλης εξειδίκευσης για τη διαχείριση και συντήρηση των ευφυών μηχανών [βλ. M. McFarland, “The robots are coming for your job. Here’s how to respond.” The Washington Post, 8/3/2014· L. Alderman, “Unemployed in Europe Stymied by Lack of Technology Skills”, The New York Times, 3/1/2014]. Συνεπώς, στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών σπουδών πρέπει να δοθεί έμφαση σε εκπαιδευτικές διαδικασίες που να αναπτύσσουν τη δημιουργικότητα, την επινοητικότητα και την κριτική σκέψη. Αντιστοίχως, σοβαρές προσαρμογές πρέπει να γίνουν στην τριτοβάθμια τεχνική εκπαίδευση για την προετοιμασία τεχνολόγων με εξειδίκευση στη λειτουργία, διαχείριση και συντήρηση ευφυών συστημάτων και νέων βιομηχανικών διεργασιών παραγωγής.
Τρίτη παράμετρος είναι η επίδραση της σύγχρονης τεχνολογίας στη διαδικασία μετάδοσης της γνώσης. Το Διαδίκτυο καθιστά την πρόσβαση στον ωκεανό των γνώσεων πολύ ευκολότερη και φθηνότερη απ’ ότι πριν· επιπλέον, επιτρέπει σε εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητών ανά τον κόσμο να παρακολουθούν σε χρόνο δικής τους επιλογής και με ελάχιστο κόστος «Μαζικά Ανοικτά Διαδικτυακά Μαθήματα» (Massive Online Open Courses – MOOC), διδασκόμενα από επιστημονικές αυθεντίες κορυφαίων επιστημονικών κέντρων [βλ. “Re-educating Rita”, The Economist, 23/6/2016· D. Koller, “What we ‘re learning from online education”, TEDGlobal 2012]. Το κόστος παραγωγής των MOOC είναι μεγάλο, καθώς προϋποθέτει την πλαισίωση του καθηγητή από επιτελείο εξειδικευμένο στην παραγωγή, επιμέλεια και ενορχήστρωση μαθησιακού υλικού αποτελούμενου από συνδυασμό σύντομων βίντεο, διαφανειών, διαγνωστικών τεστ, πρακτικών ασκήσεων, και στη διαχείριση της μαθησιακής διαδικασίας και της αλληλεπίδρασης με εκατοντάδες ή χιλιάδες φοιτητές. Λόγω της δυνατότητας μαζικής παρακολούθησης των MOOC από χιλιάδες φοιτητές ανά τον κόσμο, του σχεδόν μηδενικού κόστους αναπαραγωγής του μαθησιακού υλικού και της αυτοματοποίησης λειτουργιών αξιολόγησης της προόδου των φοιτητών, το επιμεριζόμενο κόστος ανά φοιτητή εκτιμάται ότι θα είναι μικρό. Οι απόψεις για τον αντίκτυπο των MOOC με βάση τις μέχρι τώρα εμπειρίες διίστανται [βλ. Β. Gates, “Online, All Students Sit in the Front Row”, www.gatesnotes.com, 18/11/2014· R. Derousseau, “California’s multimillion-dollar online education flop is another blow for MOOCs”, The Hechinger Report, 14/4/2015]. Ωστόσο, τα MOOC αποτελούν ένα μοντέλο διδασκαλίας που θα εξακολουθήσει να βελτιώνεται, και πιθανότατα θα χρησιμοποιείται παράλληλα ή σε συνδυασμό με το παραδοσιακό μοντέλο της εκπαίδευσης [βλ. R. Sedgewick, “Taking Education Online: A Unique Opportunity for the New Millennium”, Center for Information Technology Policy Lecture Series, Princeton University, October 2013.]
Τέταρτη παράμετρος είναι η αυξανόμενη σημασία της διεπιστημονικότητας για την κατανόηση και αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων του σύγχρονου κόσμου (κλιματική αλλαγή και περιβάλλον, γενετική, υγεία, ανθρώπινα δικαιώματα και Διαδίκτυο, νευροεπιστήμη, κβαντικοί υπολογιστές κλπ.), το σχεδιασμό νέων τεχνολογιών, προϊόντων, διαδικασιών και υπηρεσιών. Καινοτόμες ιδέες και ανακαλύψεις προκύπτουν, ολοένα και συχνότερα, ως αποτέλεσμα διεπιστημονικών προσεγγίσεων. Η ενίσχυση της διεπιστημονικότητας, στο συγκείμενο μιας αυξανόμενης επιστημονικής εξειδίκευσης, αποτελεί δύσκολη πρόκληση αλλά και ευκαιρία για τα Πανεπιστήμια, ώστε αυτά να επιστρέψουν στις πρωταρχικές τους αξίες. Η γόνιμη ένταξη επιστημόνων, διανοουμένων και σπουδαστών σε διεπιστημονικές κοινότητες, δημιουργεί ευκαιρίες για δημιουργική σύνθεση γνώσεων, για διάχυση ιδεών, επιστημονικών προσεγγίσεων και τεχνογνωσίας και για εμπέδωση επιστημονικών και ηθικών αξιών και νοοτροπίας. Σημαντική επίδραση στη διεπιστημονικότητα έχει η ραγδαία παραγωγή ψηφιακών δεδομένων, τα οποία αποτυπώνουν φαινόμενα, δράσεις και αλληλεπιδράσεις στη φύση, το σύμπαν, τους βιολογικούς οργανισμούς, τις βιομηχανικές διεργασίες και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η αξιοποίηση των λεγόμενων «Μεγάλων Δεδομένων» (Big Data) δημιουργεί προκλήσεις και επιφέρει αλλαγές σε όλους τους τομείς της επιστημονικής έρευνας, της οικονομίας και της οργάνωσης των κοινωνιών και επιβάλλει τη διεύρυνση της διεπιστημονικής κατάρτισης επιστημόνων όλων των επιστημονικών πεδίων σε θέματα αλγοριθμικής, προγραμματισμού και στατιστικής.
Πέμπτη παράμετρος είναι η παγκοσμιoποίηση, η οποία επιβάλλει την ανάγκη για δυναμική και ευέλικτη διασύνδεση των δραστηριοτήτων μιας χώρας με πολυμερή και διαθεματικά δίκτυα διεθνών οικονομικών δραστηριοτήτων. Στο σύγχρονο συγκείμενο, όπου οι τεχνολογίες της Πληροφορικής, των Επικοινωνιών και των Συγκοινωνιών καταργούν γεωγραφικές αποστάσεις, εθνικά σύνορα και χρονικές καθυστερήσεις, η πολυμερής συνεργασία μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών πολιτισμών, εθνικοτήτων και μητρικών γλωσσών καθίσταται πλέον ο κανόνας στις οικονομικές δραστηριότητες. Τα Πανεπιστήμια, συνεπώς, οφείλουν να εκπαιδεύουν τους αποφοίτους τους ώστε αυτοί να μπορούν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν υπόρρητες πολιτισμικές διαφορές, να αξιολογούν συμπεριφορές μέσα από την οπτική ξένων πολιτισμών, να υπερβαίνουν πολιτισμικά και γλωσσικά εμπόδια και να αξιοποιούν την εθνική, γλωσσική και πολιτισμική διαφορετικότητα ως έναυσμα δημιουργικής σύνθεσης νέων ιδεών [βλ. J. S. Lehman, “Transnational Higher Education in the Age of Convergence”, Keynote Address to the National Fulbright Conference, 16/10/2014]. Η ανάγκη αυτή ωθεί τα Πανεπιστήμια σε βήματα διεθνοποίησης, τα οποία προϋποθέτουν τόσο τη διευκόλυνση της προσέλκυσης, φιλοξενίας και πολιτισμικής ένταξης φοιτητών και προσωπικού από ξένες χώρες όσο και τον σχεδιασμό σχετικών και κοινών προγραμμάτων εκπαίδευσης, επιμόρφωσης και πρακτικής άσκησης [βλ. C.L. Nikias, T.F. Chan, A. Sironi, “ Building a New Global Higher Education Model”, Huffington Post, 17/9/2015].
Έκτη παράμετρος είναι ο ρόλος της Καινοτομίας ως βασικού μοχλού για την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα των οικονομικών δραστηριοτήτων στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Αναγκαία (αλλά όχι ικανή) προϋπόθεση καινοτομικού προσανατολισμού της εθνικής οικονομίας είναι η ύπαρξη αξιόλογης, συστηματικής και συνεχούς δραστηριότητας σε βασική και εφαρμοσμένη έρευνα και η δυνατότητα γρήγορης αξιοποίησης των ερευνητικών πορισμάτων, της αναπτυσσόμενης τεχνογνωσίας και των ερευνητικών υποδομών από τους παραγωγικούς φορείς της οικονομίας [βλ. “Rising above the Gathering Storm”, U.S. National Academies, 2010]. Για την ικανοποίηση της προϋπόθεσης αυτής απαιτείται στενότερη συνέργεια Πανεπιστημίων με παραγωγικούς και χρηματοδοτικούς φορείς της οικονομίας για την ταχύτερη διάχυση καινοτομίας και γνώσης προς την παραγωγή και την κοινωνία αλλά και τη δημιουργία ευκαιριών για ποιοτική εργασιακή εμπειρία ή επιχειρηματική δραστηριοποίηση φοιτητών, αποφοίτων και νέων επιστημόνων. Ολοένα και περισσότερα Πανεπιστήμια προσβλέπουν στην υιοθέτηση μοντέλων αξιοποίησης της πνευματικής τους παραγωγής μέσα από θεσμούς μεταφοράς τεχνογνωσίας και καινοτομικής επιχειρηματικότητας [βλ. R. Graham “Creating university-based entrepreneurial ecosystems; evidence from emerging world leaders”, MIT Skoltech Initative, Moscow 2014], στα πρότυπα επιτυχημένων καινοτομικών οικοσυστημάτων της Αμερικής και της Δ. Ευρώπης [βλ. Ken Auletta, “Get Rich U. There are no walls between Stanford and Silicon Valley. Should there be?”, New Yorker, 30/4/2012· S. Woo, “Cambridge’s Tech Hub Generates Successes and Growing Pains”, Wall Street Journal, 6/8/2016]. Τα Πανεπιστήμια προσδοκούν ότι η επιχειρηματική αξιοποίηση της ερευνητικής τους παραγωγής θα οδηγήσει σε άμεση και σοβαρή ενίσχυση των εσόδων τους και στήριξη των δραστηριοτήτων τους εν μέσω μειούμενων κρατικών επιχορηγήσεων. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη εξέταση επιτυχημένων περιπτώσεων και των σύγχρονων εξελίξεων καταδεικνύει ότι οι μεγάλες επιτυχίες δεν είναι ιδιαίτερα συχνές και οι αναπτυσσόμενες προσδοκίες είναι μάλλον υπερβολικές [βλ. M. Hiltzik, “When universities try to behave like businesses, education suffers”, Los Angeles Times, 3/6/2016· B. Sofer, “Technion Technology Transfer: University Inc. The Evolving Role of Research Institutions”, Univenture 2015, Coller Institute of Venture at Tel Aviv University, 16/12/2015].
Έβδομη παράμετρος είναι η τάση μαζικοποίησης και εμπορευματοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης. Η τάση αυτή προκύπτει από τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό νέων, οι οποίοι επιθυμούν να λάβουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση επιδιώκοντας τη βελτίωση της θέσης τους στην αγορά εργασίας [βλ. “The world is going to University”, The Economist, 28/3/2015], και οδηγεί σε δυσάρεστες παρενέργειες όπως η μείωση της αναλογίας καθηγητών προς φοιτητές, η υποχώρηση των δημοσίων δαπανών για την ανώτατη εκπαίδευση ανά φοιτητή (σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ), η κάλυψη διδακτικών αναγκών από χαμηλά αμειβόμενο προσωρινό διδακτικό προσωπικό και η ελαχιστοποίηση των ευκαιριών προσωπικής και ουσιαστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ φοιτητών και καθηγητών. Οι παρενέργειες αυτές συντρέχουν και με την τάση μείωσης της δημόσιας χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας. Επιπλέον, η αύξηση του αριθμού των δυνητικών φοιτητών και η δυστοκία για την αναλογική ενίσχυση της δημόσιας χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες για παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών από πολυεθνικά κεφάλαια. Η είσοδος ιδιωτικών κερδοσκοπικών εταιρειών στο χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης έχει προκαλέσει μια ισχυρή προβληματική γύρω από τη φύση της εκπαίδευσης – αν δηλαδή πρόκειται για ανθρώπινο δικαίωμα, δημόσιο αγαθό και υποχρέωση του κράτους ή για παροχή υπηρεσίας που μπορεί να υπόκειται στην επιχειρηματική λογική, το μάρκετινγκ και τη βραχυπρόθεσμη επιδίωξη κέρδους [βλ. E. Alterman, “Who’s Behind the Right-Wing Assault on Public Universities?” The Nation, 1/9/2016· M. Hiltzik, “When universities try to behave like businesses, education suffers”. Los Angeles Times, 3/6/2016]. Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις χωρών και ιδρυμάτων όπου η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει καλύψει με ταχύτητα και ευελιξία κενά τα οποία αδυνατούσαν να καλύψουν τα δημόσια και τα ιδιωτικά μη-κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια. Ωστόσο, η παροχή εκπαίδευσης από ιδιωτικά κερδοσκοπικά ιδρύματα, γίνεται συχνά χωρίς σοβαρή κρατική ρύθμιση και βασίζεται σε επιχορήγηση των φοιτητών με κρατικά δάνεια, τα οποία αδυνατούν να αποπληρώσουν οι απόφοιτοι εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου δεξιοτήτων και γνώσεων που αποκτούν στη διάρκεια των σπουδών τους [βλ. F. Nelson,“Too many universities teach pointless degrees that offer nothing to their students or society”. Guardian, 15/4/2016· “Late to the Fight Against Predator Schools”. The Editorial Board, New York Times, 8/9/2016]. Ενδεικτικός είναι ο υπότιτλος άρθρου του περιοδικού Atlantic των ΗΠΑ, όπου χαρακτηρίζονται οι κερδοσκοπικές σχολές Νομικής στις ΗΠΑ ως «καπιταλιστικό όνειρο ιδιωτικοποίησης κερδών και κοινωνικοποίησης ζημιών» [βλ. P. Campos, “The Law-School Scam”. The Atlantic, 9/2014]. Πολλοί θεωρούν ότι η διαδικασία της εργαλειοποίησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με τη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης της βασικής έρευνας, θα έχουν ως συνέπεια την άρση των συνθηκών που οδήγησαν στη ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της Δύσης, στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, με δυσάρεστες συνέπειες για το μέλλον [βλ. J. Estrin, “Closing the Innovation Gap”, 2008].
Οι πιο πάνω παράμετροι, μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για την στρατηγική αναδιαμόρφωσης του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα – όχι μόνο των Πανεπιστημίων αλλά και των εξίσου σημαντικών Ιδρυμάτων Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Ωστόσο, παρά τα τεράστια προβλήματα που έχουν συσσωρεύσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεκαετίες στρεβλού σχεδιασμού, επιβολής αποσπασματικών ρυθμίσεων άσχετων με τις διεθνείς πρακτικές, συνεχών αυθαιρεσιών και περιορισμένης διοικητικής αυτονομίας, η συζήτηση γύρω από το ρόλο και την εξέλιξη των Πανεπιστημίων εξακολουθεί να εστιάζεται σε προσχηματικά διλήμματα που υποκρύπτουν είτε άγνοια, είτε ιδεοληπτική αγκύλωση, είτε συντεχνιακά συμφέροντα, είτε ιδιοτελείς επιδιώξεις, είτε όλα αυτά σε συνδυασμό.
Η έξοδος της Ελλάδος από την κρίση προϋποθέτει δημιουργικές ιδέες, νέους τρόπους σκέψης, σοβαρή εμπειρογνωμοσύνη και ένα νέο ήθος στην εργασία, τις επιχειρήσεις, τη διοίκηση και την πολιτική· ένα ήθος διαφορετικό από αυτό οδήγησε την Ελλάδα στη σημερινή υπαρξιακή κρίση. Αν δεν προετοιμάσουμε τους νέους σήμερα ώστε να ανταποκριθούν σε αυτές τις προϋποθέσεις, αν δεν εκσυγχρονίσουμε και στηρίξουμε τα Ελληνικά Πανεπιστήμια ώστε να προσαρμοστούν στις προκλήσεις του 21ου αιώνα, οι συνέπειες θα είναι τεράστιες.
Δημοσιεύθηκε στο liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου